παρεκινδύνευσ'

παρεκινδύνευσ'
παρεκινδύ̱νευσα , παρακινδυνεύω
make a venture
aor ind act 1st sg
παρεκινδύ̱νευσε , παρακινδυνεύω
make a venture
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακινδυνεύω — ΝΜΑ 1. επιχειρώ, αποτολμώ κάτι το επικίνδυνο, κάνω ενέργειες που μπορεί να αποβούν εις βάρος μου, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, εκτίθεμαι σε κίνδυνο 2. (η μτχ. παρακμ.) παρακινδυνευμένος, η, ο αυτός που εγκυμονεί κινδύνους, παράτολμος, επικίνδυνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”